Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ο ορισμός και η σημασία της φιλοξενίας στην αρχαία Ελλάδα



Συμπόσιο του Πλάτωνα



Σημαντική είναι η έννοια της φιλοξενίας γενικά, αλλά και ειδικότερα στον τομέα του τουρισμού. Ας δούμε , λοιπόν, την σημασία της φιλοξενίας στη ρίζα της!!


Στην Αρχαία Ελλάδα η φιλοξενία εθεωρείτο πράξη αρετής. Τους ξένους προστάτευαν
ο Ξένιος Δίας ( Είναι προστάτης τόσο των οικοδεσποτών όσο και των φιλοξενούμενων ) και η Αθηνά η Ξενία, όπως και οι Διόσκουροι ( Διός Κούροι ) Κάστωρ και Πολυδεύκης. Υπήρχε θεία απαίτηση για την περιποίηση των ξένων και εθεωρείτο αμάρτημα - ύβρις η κακή αντιμετώπισή τους. Η φιλοξενία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία και παρέχονταν σε κάθε ξένο, ο οποίος ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, μπορούσε να μείνει σε ειδικό δωμάτιο , τον «ξενώνα».


Η φιλοξενία είχε σημαντική κοινωνική δύναμη, διότι μπορούσε να συνδέσει άτομα οποιασδήποτε τάξης, ακόμη και απλούς πολίτες με βασιλιάδες.Επίσης, είχε ισχύ νόμου (με δύο βασικούς κανόνες)
Ο σεβασμός από τον ξενιστή προς τον επισκέπτη. Ο οικοδεσπότης θα πρέπει να είναι φιλόξενος με τον επισκέπτη και να του προσφέρει φαγητό , ποτό και ένα μπάνιο, εάν απαιτείται.Δεν είναι ευγενικό να κάνει ερωτήσεις εφόσον ο επισκέπτης έχει δηλώσει τις ανάγκες του.
Ο σεβασμός από τον επισκέπτη προς αυτόν που τον φιλοξενεί. Ο επισκέπτης πρέπει να είναι ευγενικός με τον ξενιστή και να μη γίνεται "βάρος" .

Στα χρόνια του Ομήρου, σε όποιο σπίτι και αν πήγαινε ένας ξένος, θα έβρισκε φιλοξενία. Κάτι τέτοιο αφορούσε όλες τις Πόλεις-Κράτη της Ελλάδας, αν και οι Θεσσαλοί και οι Αθηναίοι φημίζονταν ειδικά για τα φιλόξενά τους αισθήματα. Ο ξένος βέβαια της εποχής του Ομήρου δεν ήταν τουρίστας, αλλά αγγελιοφόρος, εξόριστος, ταξιδιώτης, κλπ.



Η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν» ή «ξενίζειν» ή «ξενοδοχείν». Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού ή στην περίπτωση σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες «ξενοδόχος» ή «στεγανόμος», ή «εστιοπάμμων» ή «ναύκληρος», τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμή του.



άγαλμα του Διός , πίνακας του Salvador Dali


Η πρόσκληση σε γεύμα λεγόταν «επί ξενία καλείν». Ο ξένος μετά από το καθιερωμένο λουτρό, φορούσε τα πολυτελή ενδύματα που του προσέφερε ο οικοδεσπότης και στη συνέχεια καθόταν τιμητικά σε θρόνο. Το γεύμα συνήθως διαρκούσε πολύ, ενώ στη συζήτηση συμμετείχε και η οικοδέσποινα. Ο ξένος μετά από τα γεύματα έλεγε κάποια ιστορία ή κάποιο ανέκδοτο. Στην περίπτωση που κάποια ημέρα της φιλοξενίας δεν έτρωγε μαζί με τον "ξενοδόχο" του, τότε αυτός έστελνε τρόφιμα στον ξένο του.


Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους βελτιώθηκαν οι συγκοινωνίες με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι πολιτείες και οι κοινωνίες ήκμαζαν, όπως επίσης οι επιστήμες και οι τέχνες. Τα ταξίδια τότε έγιναν συχνά και πήραν μαζικό χαρακτήρα σε περιόδους αγώνων και εορτών. Οι ελληνικές πόλεις, σε περιπτώσεις εορτών, αθλητικών εκδηλώσεων και πανηγυρισμών, εκτός από το πλήθος των επισκεπτών, δέχονταν και αντιπροσωπείες από άλλες πόλεις. Τότε με τη μεσολάβηση της πολιτείας, η φιλοξενία ανατέθηκε σε ορισμένους πολίτες οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πόλη, οπότε δημιουργήθηκε ο θεσμός της δημόσιας φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία συνήθως δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να συνάπτονται συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας.




Σκηνή συμποσίου


Την προστασία των ξένων σε κάθε πόλη επέβλεπαν οι «πρόξενοι», δηλαδή οι επίσημοι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων, μετά από ειδική συνθήκη που υπογράφονταν για αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της «προξενίας». Ο θεσμός της προξενίας ισχυροποιήθηκε από την καθιέρωση των νομισμάτων σαν ανταλλακτικό ενδιάμεσο και από την διάδοση της γραφής και οδήγησε σε συνθήκες φιλίας πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά και ελληνικές με ξένες πόλεις επίσης. Η συνθήκη προξενίας, συντάσσονταν και χαράσσονταν σε μαρμάρινες στήλες, ενώ ορισμένες φορές οι εκπρόσωποι αντάλλασσαν σύμβολα αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως συνηθίζονταν στην περίπτωση της ιδιωτικής ξενίας. Την εποχή αυτή, η λέξη «ξενία», πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την έννοια της φιλίας. Σταδιακά δε ο θεσμός της προξενίας έβαλε τις βάσεις για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει ένας τύπος διεθνούς δικαίου μεταξύ των πόλεων -κρατών.


Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε σε γεύμα. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι “παράσιτα”. Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς.
Στο “Συμπόσιο” ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ’ όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει.




Συμπόσιο


Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια.


Μα ούτε κι ύστερα απ’ αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό. Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία. Η συνήθεια να τρώει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ’ όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα.


Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά. ‘Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες είχαν πιρούνια, μαχαίρια και κουτάλια.Ωστόσο,τα κουτάλια προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί και τα δάχτυλα έπαιρναν τη θέση των μαχαιροπίρουνων , καθώς το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια ως ένδειξη τιμής για την προσφορά τροφής από τον οικοδεσπότη και την μητέρα Γαία . Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα.

Πηγή : Ιερά Ελλάς & Δημήτριος Λαλούμης

Επιμέλεια σύνταξης:

Αγιαννίδου Σοφία - Λία Τζοχουνίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου